-
1 θεμέρη
Grammatical information: adj.Compounds: As 1. member in θεμερῶπις adjunct of Άρμονίη (Emp. 122, 2), of αἰδώς (A. Pr. 134 [lyr.]); θεμερόφρονας συνετούς, σώφρονας H.Etymology: As simplex only θεμέρᾳ ὀπί (v. l. Pi. N. 7, 83), θεμε[ρώτε]ρα (IG 14, 1018, 3, IVp; correctly completed?). Beside θέμερος ( θεμερός ?) `solid, firm' sands *θέμιστος in Θεμιστο-κλῆς (cf. Άριστο-κλῆς) as κράτιστος beside κρατερός (s. Frisk Eranos 48, 6). The basis is nominal θεμ- in θεμούς, θέμεθλα, θεμέλια, s. vv. - Whether because of the explanation σεμνός `honourable, serious' a second θέμερος must be posited, seems doubtful. Acc. to Fick 1, 464; 3, 201 it belongs in this meaning to OHG timber `dark'. - One keeps some doubts about this IE etymology.Page in Frisk: 1,660Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεμέρη
-
2 ἥμερος
ἥμερος, -α -ον ( ἅμερ- codd., hyperdorismum agnovit Schr.: v. Forssman, 41ff.)a calm, quietλίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.71
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
b gentle, kindτέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέος Ἀσκλαπιόν P. 3.6
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δὲ ἑτέραις (v. l. ἁμάρας.) N. 8.3 c. dat.,τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον ἥμερον ἀστοῖς O. 13.2
c low, soft γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί (Benedictus: θαμερᾶ, θεμερᾶ codd.) N. 7.83
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский